μπιζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μπιζάρω
- καλώ εκ νέου στη σκηνή έναν καλλιτέχνη (ηθοποιό, χορευτή, μουσικό, κ.α.) για να τον χειροκροτήσω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μπιζάρισμα
- → δείτε τη λέξη μπιζ