μπιζ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπιζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bis < λατινική bis
- μπιζ < (ηχομιμητική λέξη) (ή < τζιζ < αλβανική xixë < (ηχομιμητική λέξη))
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπιζ ουδέτερο άκλιτο
Επιφώνημα
[επεξεργασία]μπιζ
- επιφώνημα που λέγεται κατά το μπιζάρισμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπιζ ουδέτερο άκλιτο
- (οικείο) είδος ομαδικού παιδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο κάποιος κρύβει με το ένα χέρι του τα μάτια και στο άλλο του ελεύθερο χέρι δέχεται χτύπημα από τους υπόλοιπους παίχτες, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος τον χτύπησε
- ≈ συνώνυμα: τζιζ
- ※ Ένα παιδί έκρυβε τα μάτια του (μάνα) καιένα άλλο από τα υπόλοιπα το χτυπούσε. Όλοι φώναζαν «τζιζ» ή «μπιζ» και σήκωναν το ένα χέρι. Η «μάνα» τότε άνοιγε τα μάτια και έλεγε ποιο μπορεί να ήταν αυτό που το χτύπησε. Αν το έβρισκε έκανε αυτό τη «μάνα». Αν όχι, συνέχιζε το ίδιο παιδί. Μιλάμε για πολύ ξεπλάτισμα ()
Επιφώνημα
[επεξεργασία]μπιζ
- επιφώνημα που λέγεται κατά τη διάρκεια του παραπάνω παιχνιδιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιζ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)