μπισμπίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπισμπίκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική beşbıyık (μούσμουλο) ή ηχομιμητική λέξη (μπιζ μπιζ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bizˈbi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐σμπί‐κης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπισμπίκης αρσενικό
- (υβριστικό) ο σπυριάρης, ο γεμάτος μπιμπίκια
- (υβριστικό γενικότερα) για άτομο που υποτιμούμε ή προσβάλουμε
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπισμπίκης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)