τζιζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζιζ < (άμεσο δάνειο) αλβανική xixë ((σπίθα, σπινθήρας) < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζιζ ουδέτερο άκλιτο
- (στην παιδική γλώσσα) κάτι που καίει ή που (κατ’ επέκταση) είναι επικίνδυνο
- (οικείο) είδος παιδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο κάποιος κρύβει με το ένα χέρι του τα μάτια και στο άλλο του ελεύθερο χέρι δέχεται χτύπημα από τους υπόλοιπους παίχτες, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος τον χτύπησε
- ≈ συνώνυμα: μπιζ
- ※ Ένα παιδί έκρυβε τα μάτια του (μάνα) και ένα άλλο από τα υπόλοιπα το χτυπούσε. Όλοι φώναζαν «τζιζ» ή «μπιζ» και σήκωναν το ένα χέρι. Η «μάνα» τότε άνοιγε τα μάτια και έλεγε ποιο μπορεί να ήταν αυτό που το χτύπησε. Αν το έβρισκε έκανε αυτό τη «μάνα». Αν όχι, συνέχιζε το ίδιο παιδί. Μιλάμε για πολύ ξεπλάτισμα [1]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]τζιζ
- επιφώνημα που λέγεται όταν βλέπουμε κάτι που καίει ή είναι επικίνδυνο
- επιφώνημα που λέγεται κατά τη διάρκεια του παραπάνω παιχνιδιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζιζ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, σελ. 4, http://www.zwglopi.gr/wp-content/uploads/2014/08/T-74.pdf, ανακτήθηκε την 2017-12-15
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παιδική γλώσσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)