νταγιαντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταγιαντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική dayandım + -ίζω (στηρίζομαι)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /da.ʝanˈdi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

νταγιαντίζω, αόρ.: νταγιάντισα, χωρίς παθητικούς τύπους

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]