ξεχωριστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχωριστά < ξεχωριστός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.xo.ɾiˈsta/
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξεχωριστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχωριστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξεχωριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξεχωριστό