παρασιωπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρασιωπῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρασιωπώ < αρχαία ελληνική παρασιωπάω / παρασιωπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρασιωπώ (παθητική φωνή: παρασιωπώμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]