παρασιώπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρασιώπηση | οι | παρασιωπήσεις |
γενική | της | παρασιώπησης* | των | παρασιωπήσεων |
αιτιατική | την | παρασιώπηση | τις | παρασιωπήσεις |
κλητική | παρασιώπηση | παρασιωπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασιωπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασιώπηση < ελληνιστική κοινή παρασιώπησις < αρχαία ελληνική παρασιωπάω / παρασιωπῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρασιώπηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρασιωπώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασιώπηση
|