παρομοιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρομοιώνω < ελληνιστική κοινή παρομοιόω + -ώνω < παρά + αρχαία ελληνική ὅμοιος / ὁμοῖος

Ρήμα[επεξεργασία]

παρομοιώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]