περιαδράχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιαδράχνω < περι- + αδράχνω

Ρήμα[επεξεργασία]

περιαδράχνω (παθητική φωνή: περιαδράχνομαι)

  1. (σπάνιο) αδράχνω κάποιον δυνατά και βίαια
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) κατακρίνω κάποιον αυστηρά κι απότομα, τον επιπλήττω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]