περικαλύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικαλύπτω < αρχαία ελληνική περικαλύπτω < περί + καλύπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
περικαλύπτω (παθητική φωνή: περικαλύπτομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απερικάλυπτος
- περικάλυμμα
- περικαλυμμένος
- περικάλυψη
- → δείτε τις λέξεις περί και καλύπτω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- περικαλύπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- περικαλύπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περικαλύπτω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικαλύπτω
|