πλατειάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατειάζω < αρχαία ελληνική πλατειάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πλατειάζω

  • μιλάω πολύ για κάποιο θέμα (στον προφορικό ή γραπτό λόγο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλατειάζω < πλατύς

Ρήμα[επεξεργασία]

πλατειάζω

  1. χτυπώ με την παλάμη (=πλατεία)
  2. μιλάω προφέροντας τα φωνήνετα με ανοικτό το στόμα, όπως οι Δωριείς

Συγγενικά[επεξεργασία]