πλινθοδομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλινθοδομώ < πλίνθος + -ο- + δομώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /plin.θo.ðoˈmo/

πλινθοδομώ θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]