ποιημάτιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποιημάτιον < αρχαία ελληνική ποιημάτιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.iˈma.ti.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐η‐μά‐τι‐ον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποιημάτιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα, λόγιο) μικρό ποίημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποιημάτιον
|