πορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορίζω < αρχαία ελληνική πορίζω < πόρος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πορίζω

  1. παρέχω, προμηθεύω
  2. ανοίγω δρόμο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]