πορθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορθώ < αρχαία ελληνική πορθέω / πορθῶ < πέρθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheredh- κόβω
Ρήμα[επεξεργασία]
πορθώ (παθητική φωνή: πορθούμαι)