εκπορθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκπορθῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπορθώ < αρχαία ελληνική ἐκπορθέω / ἐκπορθῶ < ἐκ + πορθέω / πορθῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εκπορθώ (παθητική φωνή: εκπορθούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) κυριεύω κάποιο οχυρωμένο μέρος
  2. (μεταφορικά) κατακτώ, κάνω δικό μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]