προσφύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσφύομαι < αρχαία ελληνική προσφύω < πρός + φύω
Ρήμα[επεξεργασία]
προσφύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσφύομαι
|