πτοώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτοώ < (ελληνιστική κοινή) πτοῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
πτοώ , στ.μέλλ.: θα πτοήσω, αόρ.: πτόησα, παθ.φωνή: πτοούμαι
- κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του και να εγκαταλείψει μια προσπάθεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτοώ