σκανταγιάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκανταγιάρω < σκαντάρι(ο) + -άρω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skan.daˈʝa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐ντα‐γιά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκανταγιάρω, πρτ.: σκανταγιάριζα, αόρ.: σκανταγιάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  • μετρώ το βάθος της θάλασσας ή εξετάζω το βυθό με σκαντάγιο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)