σκαπετίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαπετίζω < σκαπετ(άω) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ska.peˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐πε‐τί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκαπετίζω, αόρ.: σκαπέτισα (χωρίς παθητική φωνή)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]