σταχώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταχώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σταχώνω < στάχ(υ) + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σταχώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταχώνω < στάχυς

Ρήμα[επεξεργασία]

σταχώνω

  1. δένω στάχυα
  2. δένω