στοματικός έρωτας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοματικός έρωτας < → δείτε τις λέξεις στοματικός και έρωτας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oral sex
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στοματικός έρωτας αρσενικό
- η σεξουαλική διέγερση που επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας το στόμα