τσιρλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιρλίζω < τσιρλώ + -ίζω < ελληνιστική κοινή τιλάω / τιλῶ < τῖλος < αρχαία ελληνική τίλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
τσιρλίζω
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσιρλώ: έχω διάρροια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιρλίζω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)