υπολανθάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπολανθάνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπολανθάνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπολανθάνω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + λανθάνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.po.lanˈθa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐λαν‐θά‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπολανθάνω, πρτ.: υπολάνθανα ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή

  • (αμετάβατο) υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, έκδηλος
    ※  Κάθε ἠθικὴ προϋποθέτει κάποια ἀνθρωπολογία. Καὶ ἡ ἀνθρωπολογία ποὺ ὑπάρχει ἢ ὑπολανθάνει σὲ κάθε ἠθικὴ προσδιορίζει ἀντίστοιχα καὶ τὸν χαρακτήρα της. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπάρχει καμία αντικειμενικὴ ἢ γενικὰ ἀποδεκτὴ ἀνθρωπολογία, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ καμία ἀντικειμενικὴ ἢ γενικὰ ἀποδεκτὴ αὐτόνομη ἠθική.
    Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική Πρώτος Τόμος, Εισαγωγή-Γενικές Αρχές Σύγχρονη Προβληματική, (2022), Εκδότης: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, @google.books
     συνώνυμα: υποβόσκω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις υπό και λανθάνω

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. υπολανθάνω υπολάνθανα θα υπολανθάνω να υπολανθάνω υπολανθάνοντας
β' ενικ. υπολανθάνεις υπολάνθανες θα υπολανθάνεις να υπολανθάνεις υπολάνθανε
γ' ενικ. υπολανθάνει υπολάνθανε θα υπολανθάνει να υπολανθάνει
α' πληθ. υπολανθάνουμε υπολανθάναμε θα υπολανθάνουμε να υπολανθάνουμε
β' πληθ. υπολανθάνετε υπολανθάνατε θα υπολανθάνετε να υπολανθάνετε υπολανθάνετε
γ' πληθ. υπολανθάνουν(ε) υπολάνθαναν
υπολανθάναν(ε)
θα υπολανθάνουν(ε) να υπολανθάνουν(ε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]