φάτουα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάτουα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική fatwa (θηλυκό) ή ορθογραφικό δάνειο από την αγγλική fatwa < αραβική فَتْوَى (fatwā) Δείτε και φετβάς.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfa.tu.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐του‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάτουα θηλυκό άκλιτο
- ο φετφάς
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)