φαρμακοδυναμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρμακοδυναμικά < φαρμακοδυναμικός < φαρμακοδυναμική
Επίρρημα[επεξεργασία]
φαρμακοδυναμικά
- Ο κλινικός, πρακτικός τρόπος μελέτης και έρευνας ενός σκευάσματος σε ζωντανούς οργανισμούς
- Πρέπει να ελεγχθεί και φαρμακοδυναμικά με κλινικές έρευνες και μόνον αν περάσει την ΙΙΙ Φάση των ερευνών θα έχει ελπίδες να πάρει έγκριση
Συγγενικά[επεξεργασία]
φαρμακοδυναμικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φαρμακοδυναμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαρμακοδυναμικό
Τα σχετικα με την δοκιμασία των φαρμάκων σε ζωντανούς οργανισμούς