φελώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φελώ < ωφελώ < αρχαία ελληνικήὠφελέω
Ρήμα[επεξεργασία]
φελώ , πρτ.: φελούσα, στ.μέλλ.: θα φελήσω, αόρ.: φέλησα, παθ.φωνή: φελούμαι, μτχ.π.π.: φελημένος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- όπως το ρήμα πηδώ, δηλαδή φελώ - φελάς - φελά - φελούμενε - φελείτε = φελούνε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φελώ
|