φουριόζο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουριόζο < ιταλική furioso (εκνευρισμένος, έξαλλος)
Επίρρημα[επεξεργασία]
φουριόζο
- (μουσική) (για τρόπο παιξίματος ενός μουσικού κομματιού) εκνευρισμένα, με ένταση