χάριν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάριν < αρχαία ελληνική αιτιατική του χάρις

Πρόθεση[επεξεργασία]

χάριν

  • για χάρη· χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που δηλώνουν το σκοπό
χάριν συντομίας
παραδείγματος χάριν
λόγου χάριν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

χάριν



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

χάριν

  • για χάρη· χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που δηλώνουν το σκοπό
    ταῦτά τέ μοι δοκοῦσιν οἱ πάλαι παρεισαγαγεῖν οὐ τρυφῆς καὶ περιουσίας χάριν (Πολύβιος, Ιστορίαι, 4.21)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

χάριν