χαλυβδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλυβδώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
χαλυβδώνω
- (μεταφορικά) καθιστώ κάποιον/κάτι ανθεκτικό σαν το ατσάλι, ενισχύω τις αντιστάσεις του, θωρακίζω απέναντι στις αντιξοότητες
- να χαλυβδώσουμε το ηθικό μας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλυβδώνω | χαλύβδωνα | θα χαλυβδώνω | να χαλυβδώνω | χαλυβδώνοντας | |
β' ενικ. | χαλυβδώνεις | χαλύβδωνες | θα χαλυβδώνεις | να χαλυβδώνεις | χαλύβδωνε | |
γ' ενικ. | χαλυβδώνει | χαλύβδωνε | θα χαλυβδώνει | να χαλυβδώνει | ||
α' πληθ. | χαλυβδώνουμε | χαλυβδώναμε | θα χαλυβδώνουμε | να χαλυβδώνουμε | ||
β' πληθ. | χαλυβδώνετε | χαλυβδώνατε | θα χαλυβδώνετε | να χαλυβδώνετε | χαλυβδώνετε | |
γ' πληθ. | χαλυβδώνουν(ε) | χαλύβδωναν χαλυβδώναν(ε) |
θα χαλυβδώνουν(ε) | να χαλυβδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλύβδωσα | θα χαλυβδώσω | να χαλυβδώσω | χαλυβδώσει | ||
β' ενικ. | χαλύβδωσες | θα χαλυβδώσεις | να χαλυβδώσεις | χαλύβδωσε | ||
γ' ενικ. | χαλύβδωσε | θα χαλυβδώσει | να χαλυβδώσει | |||
α' πληθ. | χαλυβδώσαμε | θα χαλυβδώσουμε | να χαλυβδώσουμε | |||
β' πληθ. | χαλυβδώσατε | θα χαλυβδώσετε | να χαλυβδώσετε | χαλυβδώστε | ||
γ' πληθ. | χαλύβδωσαν χαλυβδώσαν(ε) |
θα χαλυβδώσουν(ε) | να χαλυβδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλυβδώσει | είχα χαλυβδώσει | θα έχω χαλυβδώσει | να έχω χαλυβδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλυβδώσει | είχες χαλυβδώσει | θα έχεις χαλυβδώσει | να έχεις χαλυβδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλυβδώσει | είχε χαλυβδώσει | θα έχει χαλυβδώσει | να έχει χαλυβδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλυβδώσει | είχαμε χαλυβδώσει | θα έχουμε χαλυβδώσει | να έχουμε χαλυβδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλυβδώσει | είχατε χαλυβδώσει | θα έχετε χαλυβδώσει | να έχετε χαλυβδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλυβδώσει | είχαν χαλυβδώσει | θα έχουν χαλυβδώσει | να έχουν χαλυβδώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλυβδώνω
|