χείρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χείρων, χείρων, χεῖρον, συγκριτικός βαθμός του κακός, με υπερθετικό χείριστος, -ίστη, -ον
- χειρότερος, ευτελέστερος, πιο φαύλος, κατώτερης αξίας, ποιότητας για αντικείμενα, γενικά υποδεέστερος σε κάτι
- χείρων ζωγράφος, δημιουργός, εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετήν, πρὸς ἀλήθειαν, τὰ πολεμικά, τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν κ.λπ.
- σφοδρότερος, βαρύτερος, σοβαρότερος
- χείρονος μοίρας, νόσου, τιμωρίας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- χερείων επικός τύπος
- χερειότερος επικός τύπος
- χειρότερος επικός τύπος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- το χεῖρον για το ουδέτερο ως ουσιαστικό και ως επίρρημα