χρυσοστολίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοστολίζω < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾi.so.stoˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐στο‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χρυσοστολίζω, αόρ.: χρυσοστόλισα, π.αόρ.: χρυσοστολίστηκα, μτχ.π.π.: χρυσοστολισμένος

  1. στολίζω κάτι με χρυσό
  2. χρυσοπλουμίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]