ψοφολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψοφολογώ < ψόφος + -λογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ψοφολογώ

  1. πεθαίνω, αλλά επειδή το ρήμα παραπέμπει σε θάνατο ζώου και όχι ανθρώπου χρησιμοποιείται επιτιμητικά για κάποιον άλλον και αυτοσαρκαστικά στο πρώτο πρόσωπο
    Με τάραξε η γρίπη και ψοφολογούσα δέκα μέρες
  2. τεμπελιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]