ψοφολόγημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψοφολόγημα ουδέτερο
- το να ψοφολογά κάποιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψοφολόγημα
|