ἀπωθέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀπωθέω - ἀπωθῶ (συνηρημένο)
- απωθώ, απομακρύνω, διώχνω
- απορρίπτω
- τὸ δὲ ἀργύριον μέγαθος ἐστὶ ὅσον ὦν: οὐ γὰρ μὴ ἀπώσηται (δεν έχει καμία σημασία το μέγεθος της αμοιβής, γιατί <η γυναίκα> έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να την απορρίψει Ηροδ. Ιστ. 1.199)
- απαλλάσσομαι, αποτινάσσω
- καὶ ἀπωσάμενοι τὴν δουλοσύνην ἐλευθερώθησαν. (και αποτινάσσοντας το ζυγό της δουλείας, ελευθερώθηκαν) (Ηροδ. Ιστ.1.95)