ἀστεροδρόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀστεροδρόμος
- πασίγνωστος, που η φήμη του φτάνει στ' άστρα, (κυριολεκτικά) που διαβαίνει ανάμεσα σε άστρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀστερολέσχης
- ἀστερόμορφος
- ἀστεροσκόπος
- ἀστεροστόλιστος
- ἀστρο-
- και → δείτε τις λέξεις ἀστήρ και δρόμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ.275, Τόμος Γ' - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Διήγησις Βελισαρίου - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- ↑ Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Διήγησις Βελισαρίου greek-language.gr