écumoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écumoire | écumoires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écumoire (fr) θηλυκό
- το ξαφριστήρι, τρυπητή κουτάλα για την αφαίρεση του αφρού
- (μεταφορικά) το σουρωτήρι, το τρυπητό