τρυπητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρυπητό | τα | τρυπητά |
γενική | του | τρυπητού | των | τρυπητών |
αιτιατική | το | τρυπητό | τα | τρυπητά |
κλητική | τρυπητό | τρυπητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρυπητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρυπητός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρυπητό ουδέτερο
- (κουζινικά) μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα κατά την παρασκευή φαγητού
- άδειασε την κατσαρόλα με τις πατάτες στο τρυπητό
- (κουζινικά) μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για την συγκράτηση της τροφής πάνω από το νερό που βράζει για το μαγείρεμα στον ατμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τρυπητό