ĉarpentaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarpentaĵo | ĉarpentaĵoj |
αιτιατική | ĉarpentaĵon | ĉarpentaĵojn |
ĉarpentaĵo (eo)
- η ξυλοκατασκευή
- η δομή, ο σκελετός