Αγιοργίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αγιοργίτη < γενική ενικού του αρσενικού Αγιοργίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αγιοργίτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αγιοργίτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Αγιοργίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αγιοργίτης