Αποκορίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αποκορίτη < γενική ενικού του αρσενικού Αποκορίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αποκορίτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αποκορίτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Αποκορίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αποκορίτης