Βαρδέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βαρδέα < γενική ενικού του αρσενικού Βαρδέας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βαρδέα θηλυκό

  1. άκλιτο γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Βαρδέας
  2. (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στα νησιά του Ιονίου παλάγους και παράγει λευκό κρασί.

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Βαρδέα αρσενικό