Γεμελιάρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γεμελιάρη < γενική ενικού του αρσενικού Γεμελιάρης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γεμελιάρη θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γεμελιάρης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Γεμελιάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γεμελιάρης