Γκιπυρίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκιπυρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Γκιπυρίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκιπυρίτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γκιπυρίτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Γκιπυρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γκιπυρίτης