Γόριλλαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Γόριλλαι | ||||||
γενική | τῶν | Γοριλλῶν | ||||||
δοτική | ταῖς | Γορίλλαις | ||||||
αιτιατική | τὰς | Γορίλλᾱς | ||||||
κλητική ὦ! | Γόριλλαι | |||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γόριλλαι < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν Καρχηδονιακής και αρχικά Αφρικανικής προέλευσης που χρησιμοποίησε ο Άννων ο Καρχηδόνιος τον 5/4ο αιώνα π.Χ., για τριχωτές γυναίκες ή ίσως ζώα που είδε κατά τον περίπλου της δυτικής Αφρικής [1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γόριλλαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) φυλή τριχωτών γυναικών στη Δυτική Αφρική που περιέγραψε ο Άννων ο Καρχηδόνιος τον 4ο αιώνα π.Χ.
Απόγονοι[επεξεργασία]
Γόριλλαι (ελληνιστική κοινή) πληθυντικός
- ↴ νεολατινικά: gorilla
- ↴ νέα ελληνικά: γορίλλας
- ↴ αγγλικά: gorilla [2]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γορίλλας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ gorilla, στο collinsdictionary.com
Πηγές[επεξεργασία]
- Γόριλλαι, Γορίλλαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)