Δαϊτσά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δαϊτσά
      γενική της Δαϊτσάς
    αιτιατική τη Δαϊτσά
     κλητική Δαϊτσά
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δαϊτσά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðaiˈt͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαϊ‐τσά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δαϊτσά θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927 (λήψη αρχείου PDF)