Διψέλιζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Διψέλιζα | οι | Διψέλιζες |
γενική | της | Διψέλιζας | των | Διψελιζών |
αιτιατική | τη | Διψέλιζα | τις | Διψέλιζες |
κλητική | Διψέλιζα | Διψέλιζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Διψέλιζα < αρβανίτικη [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈpse.li.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐ψέ‐λι‐ζα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Διψέλιζα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρβανίτικα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)