Δῆλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δῆλος, Δήλος, δήλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δῆλος
      γενική τῆς Δήλου
      δοτική τῇ Δήλ
    αιτιατική τὴν Δῆλον
     κλητική ! Δῆλε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δῆλος < δῆλος (φανερός, ορατός), δηλαδή, ως θηλυκό «αυτή που φαίνεται, που εμφανίστηκε και έγινε ορατή»

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δῆλος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]