Ελβετίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ελβετίδα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ελβετός
αυτή που κατάγεται από την Ελβετία ή έχει ελβετική υπηκοότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ελβετός